Anonymous

παραμείβω: Difference between revisions

From LSJ
6_14
(13_7_1)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0489.png Seite 489]] umwechseln, umändern, anderswohin bringen, Alciphr. 3, 40; vorbeigehen, τί, Ap. Rh. 2, 660; Heliod. 6, 1 u. a. Sp. – Gew. med. vorbeifahren, -schiffen, τινά, vor Einem, Od. 6, 310; Μάλειαν, H. h. Ap. 409; Soph. O. C. 129; [[ἀπήνη]] τροχαλοῖσιν ὄχοις παραμειψαμένη, Eur. I. A. 146; oft bei Her. πόλεις, τείχεα, 7, 30. 112. 6, 41 u. sonst; auch von Flüssen, daran vorbeifließen, 1, 72. 75; παραμειβομένου δὲ τὴν πόλιν τοῦ στρατεύματος, Xen. Cyr. 5, 4, 50; Sp., wie Plut. Pomp. 73. – Absol., παραμειψάμενος, wie παρελθών, Xen. An. 1, 10, 10. – Dah. auch vorbeilaufen, an Schnelligkeit übertreffen, einholen, πλόον παραμείβεαι, Pind. N. 3, 26; δελφῖνα, P. 2, 50; u. so übtr. im act., Soph. σοφίαν σοφίᾳ δ' ἂν παραμείψειεν, O. R. 504, Schol. erkl. νικήσειεν, übertreffen. – Auch in Prosa, ἐπεὶ παρημείβετο ἡ [[ναῦς]] τὴν ναῦν, Plat. Lach. 183 e. – Von der Zeit, vorbeigehen, verstreichen, Hes. O. 411.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0489.png Seite 489]] umwechseln, umändern, anderswohin bringen, Alciphr. 3, 40; vorbeigehen, τί, Ap. Rh. 2, 660; Heliod. 6, 1 u. a. Sp. – Gew. med. vorbeifahren, -schiffen, τινά, vor Einem, Od. 6, 310; Μάλειαν, H. h. Ap. 409; Soph. O. C. 129; [[ἀπήνη]] τροχαλοῖσιν ὄχοις παραμειψαμένη, Eur. I. A. 146; oft bei Her. πόλεις, τείχεα, 7, 30. 112. 6, 41 u. sonst; auch von Flüssen, daran vorbeifließen, 1, 72. 75; παραμειβομένου δὲ τὴν πόλιν τοῦ στρατεύματος, Xen. Cyr. 5, 4, 50; Sp., wie Plut. Pomp. 73. – Absol., παραμειψάμενος, wie παρελθών, Xen. An. 1, 10, 10. – Dah. auch vorbeilaufen, an Schnelligkeit übertreffen, einholen, πλόον παραμείβεαι, Pind. N. 3, 26; δελφῖνα, P. 2, 50; u. so übtr. im act., Soph. σοφίαν σοφίᾳ δ' ἂν παραμείψειεν, O. R. 504, Schol. erkl. νικήσειεν, übertreffen. – Auch in Prosa, ἐπεὶ παρημείβετο ἡ [[ναῦς]] τὴν ναῦν, Plat. Lach. 183 e. – Von der Zeit, vorbeigehen, verstreichen, Hes. O. 411.
}}
{{ls
|lstext='''παρᾰμείβω''': μέλλ. -ψω, [[μεταβάλλω]] παντελῶς, [[χόλος]] δὲ ἐμπεσὼν ... εἰς αὐτὸν ὅλον παρήμειψε καὶ τῶν φρενῶν ἔξω κατέστησε Ἀλκίφρων 3.40. ΙΙ. - Μέσ., ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], [[παρέρχομαι]], μετ’ αἰτ. τόπου, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 660, Πλουτ. Μάρ. 18, κτλ.· - ἐπὶ ποταμοῦ, περνῶ πλησίν μέρους τινός, π. τοὺς τόπους Ἄννα Κομν. 1. 40, 8· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, π. τὰς πηγὰς Πλουτ. Πομπ. 32)· [[παρέρχομαι]], τῶν βαρβάρων τὴν τάξιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 39. 2) [[ὑπερέχω]], [[ἐξέχω]], [[ὑπερβάλλω]], σοφίᾳ σοφίαν Σοφ. Ο. Τ. 504· πρβλ. [[παραμένω]]. ΙΙΙ. [[διέρχομαι]], βίον Ἀνθ. Π. 8. 181. - Σπάν. ἐν τῷ ἐνεργ. Β. Μέσ., πορευμόμενος [[παρέρχομαι]], ἀφίνω, τὸν παραμειψάμενος, «παρελθὼν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 310 παρημείβοντο Μαλείαν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 409 παραμείβεσθαι ἔθνεα πολλὰ Ἡρόδ. 1. 94· [[πόλις]] τάσδε ὁ αὐτ. 7. 109, κτλ.· [[ἄλσος]] Σοφ. Ο. Κ. 130· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ποταμῶν παραρρεόντων τόπον τινά, Ἡρόδ. 1.72, 75· - [[ἀλλά]], πύλας παραμείψεται, θὰ διέλθῃ διὰ τῶν πυλῶν, Θέογν. 709. 2) διηγούμενος [[παρέρχομαι]], [[παρατρέχω]], δὲν [[μνημονεύω]], Λατ. praetermitto, Ἡρόδ. 2. 102. 3) ὑπερτερῶ κατὰ τὴν ταχύτητα, «ξεπερνῶ», Λατ. praevertere, καὶ θαλασσαῖον παραμείβεται δελφῖνα Πινδ. Π. 2. 93· μή τίς σε λάθῃ .. ὄχοις παραμειψαμένη Εὐρ. Ι. Α. 146. 4) ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], «περνῶ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 407· ἴδε Α ΙΙΙ. ΙΙ. ὡς μεταβατ. ἐνεργείας, [[κάμνω]] τι νὰ παρεκκλίνῃ, νὰ παρεκτραπῇ, θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; πρὸς τίνα ἀλλοτρίαν ἄκραν κάμνεις νὰ παρεκκλίνῃ ὁ [[πλοῦς]] μου, ὦ θυμέ, κατὰ μεταφορὰν [[ἀντί]], διὰ τί διηγεῖσαι νῦν τὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ Ἡρακλέους ἐάσας τὰ τῶν Αἰακιδῶν; Πινδ. Ν. 3. 47· πρβλ. [[παραμεύομαι]].
}}
}}