3,274,216
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαυδάω''': μέλλ. -ήσω, ἀπαγορεύω, ἀπολ., ἐγὼ δ’ ἀπαυδῶ γ’ Σοφ. Φ. 1293· [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ μὴ μετ’ ἀπαρεμφ. ὡς συμβαίνει καὶ εἰς ἄλλα ἀπαγορευτικὰ ῥήματα, τὸν ἄνδρ’ ἀπηύδα… στέγης μὴ ἔξω παρήκειν ὁ αὐτ. Αἴ. 741, πρβλ. Ο. Τ. 236 ([[ἔνθα]] τὸ γῆς τῇσδε [[ἴσως]] [[εἶναι]] γεν. μεριστικὴ συναπτομένη [[μετὰ]] τοῦ τινα), Εὐρ. ‘Ρῆσ. 934, Ἱκ. 468, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1072. 2) τὸ ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 369, τούτοις αὐδῶ καὖθις ἀπαυδῶ καὖθις τὸ τρίτον μάλ’ ἀπαυδῶ ἐξίστασθαι μύσταισι χοροῖς ἐξηγεῖται: [[κελεύω]] ἢ [[λέγω]] ῥητῶς, [[παραγγέλλω]], [[διακηρύττω]], Λατ. edico, ἀλλ’ ἔτι καὶ [[ἐκεῖ]] ἡ ἀληθὴς [[ἔννοια]] [[εἶναι]]: [[ἀποτρέπω]], παραινῶ τινι φεύγειν τι. ΙΙ. ἀπέχομαι, [[ἀποφεύγω]], ἀφίσταμαί τινος, [[οὔκουν]] ἀπαυδᾶν δυνατόν ἐστί μοι πόνους Εὐρ. Ἱκ. 343· ἀρνοῦμαι, [[ἀπορρίπτω]], ἀποκηρύττω, [[νεῖκος]] ἀπ. Θεόκρ. 22. 129· [[ἀποφάσκω]], [[λέγω]] οὔ, ὄχι, Ἀνθ. Πλαν. 4. 299. ΙΙΙ. ὑστερῶ, [[ἀποκάμνω]], δὲν ἐπαρκῶ, [[ἐγκαταλείπω]] τινά, φίλοισι Εὐρ. Ἀνδρ. 87: [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., [[ἐκλείπω]], χάνομαι, ἢ [[ἀποθνήσκω]], ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 1· ἀπ. [[πρός]] τι, Ἄντυλλ. ἐν Matth. Med. 108: καθίσταμαι [[ἄφωνος]], Λουκ. Φιλόπ. 18. ἀπ. τὰ μαντεῖα, [[εἶναι]] βωβά, ἄφωνα, Πλούτ. 2. 431Β: - καταβάλλομαι, ὑπὸ λιμοῦ ἀπηυδηκότας Λουκ. π. Πένθ. 24· κόπῳ Βάβρ 7. 8· πόνοις Ἀνθ. ΙΙ. 5. 168. - Πρβλ. [[ἀπεῖπον]], ἀπαγορεύω, [[ἀπερῶ]]. | |lstext='''ἀπαυδάω''': μέλλ. -ήσω, ἀπαγορεύω, ἀπολ., ἐγὼ δ’ ἀπαυδῶ γ’ Σοφ. Φ. 1293· [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ μὴ μετ’ ἀπαρεμφ. ὡς συμβαίνει καὶ εἰς ἄλλα ἀπαγορευτικὰ ῥήματα, τὸν ἄνδρ’ ἀπηύδα… στέγης μὴ ἔξω παρήκειν ὁ αὐτ. Αἴ. 741, πρβλ. Ο. Τ. 236 ([[ἔνθα]] τὸ γῆς τῇσδε [[ἴσως]] [[εἶναι]] γεν. μεριστικὴ συναπτομένη [[μετὰ]] τοῦ τινα), Εὐρ. ‘Ρῆσ. 934, Ἱκ. 468, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1072. 2) τὸ ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 369, τούτοις αὐδῶ καὖθις ἀπαυδῶ καὖθις τὸ τρίτον μάλ’ ἀπαυδῶ ἐξίστασθαι μύσταισι χοροῖς ἐξηγεῖται: [[κελεύω]] ἢ [[λέγω]] ῥητῶς, [[παραγγέλλω]], [[διακηρύττω]], Λατ. edico, ἀλλ’ ἔτι καὶ [[ἐκεῖ]] ἡ ἀληθὴς [[ἔννοια]] [[εἶναι]]: [[ἀποτρέπω]], παραινῶ τινι φεύγειν τι. ΙΙ. ἀπέχομαι, [[ἀποφεύγω]], ἀφίσταμαί τινος, [[οὔκουν]] ἀπαυδᾶν δυνατόν ἐστί μοι πόνους Εὐρ. Ἱκ. 343· ἀρνοῦμαι, [[ἀπορρίπτω]], ἀποκηρύττω, [[νεῖκος]] ἀπ. Θεόκρ. 22. 129· [[ἀποφάσκω]], [[λέγω]] οὔ, ὄχι, Ἀνθ. Πλαν. 4. 299. ΙΙΙ. ὑστερῶ, [[ἀποκάμνω]], δὲν ἐπαρκῶ, [[ἐγκαταλείπω]] τινά, φίλοισι Εὐρ. Ἀνδρ. 87: [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., [[ἐκλείπω]], χάνομαι, ἢ [[ἀποθνήσκω]], ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 1· ἀπ. [[πρός]] τι, Ἄντυλλ. ἐν Matth. Med. 108: καθίσταμαι [[ἄφωνος]], Λουκ. Φιλόπ. 18. ἀπ. τὰ μαντεῖα, [[εἶναι]] βωβά, ἄφωνα, Πλούτ. 2. 431Β: - καταβάλλομαι, ὑπὸ λιμοῦ ἀπηυδηκότας Λουκ. π. Πένθ. 24· κόπῳ Βάβρ 7. 8· πόνοις Ἀνθ. ΙΙ. 5. 168. - Πρβλ. [[ἀπεῖπον]], ἀπαγορεύω, [[ἀπερῶ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> [[ἀπηύδησα]], <i>pf.</i> [[ἀπηύδηκα]];<br /><b>1</b> défendre, interdire;<br /><b>2</b> refuser, décliner, acc. ; faire défaut : τινι à qqn ; se laisser abattre;<br /><b>3</b> perdre l’usage de la parole, devenir muet.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αὐδάω]]. | |||
}} | }} |