Anonymous

ἀπαυδάω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_6b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0282.png Seite 282]] 1) untersagen, verbieten, absol., Soph. Phil. 1293; μή c. inf., Ai. 706 O. R. 236; μὴ διδόναι Ar. Equ. 1067; Ran. 369 die Steigerung αὐδῶ, ἀπαυδῶ, μάλ' ἀπαυδῶ; Eur. Suppl. 469. – 2) die Kraft (zum Reden) verlieren, auch verzichten auf etwas, entsagen, πόνοις Ep. ad. 47 (V, 168); vgl. Eur. Andr. 87; ἀπαυδήσας κόπῳ Bab. 7, 8, s. auch ἀπειπεῖν; aber c. accus., πόνους, vor den Mühen zagen, Eur. Suppl. 342; [[νεῖκος]] ἀπαυδῶν Theocr. 22, 129; [[πρός]] τι Plut. def. orac. 51; ib. 38 ist τὸ ἀπαυδᾶν τὰ μαντεῖα das Verstummen der Orakel; ermüden, Luc. Merc. Cond. 39; von Pflanzen, absterben, Theophr. – 3) verstummen, Luc. Philopat. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0282.png Seite 282]] 1) untersagen, verbieten, absol., Soph. Phil. 1293; μή c. inf., Ai. 706 O. R. 236; μὴ διδόναι Ar. Equ. 1067; Ran. 369 die Steigerung αὐδῶ, ἀπαυδῶ, μάλ' ἀπαυδῶ; Eur. Suppl. 469. – 2) die Kraft (zum Reden) verlieren, auch verzichten auf etwas, entsagen, πόνοις Ep. ad. 47 (V, 168); vgl. Eur. Andr. 87; ἀπαυδήσας κόπῳ Bab. 7, 8, s. auch ἀπειπεῖν; aber c. accus., πόνους, vor den Mühen zagen, Eur. Suppl. 342; [[νεῖκος]] ἀπαυδῶν Theocr. 22, 129; [[πρός]] τι Plut. def. orac. 51; ib. 38 ist τὸ ἀπαυδᾶν τὰ μαντεῖα das Verstummen der Orakel; ermüden, Luc. Merc. Cond. 39; von Pflanzen, absterben, Theophr. – 3) verstummen, Luc. Philopat. 18.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαυδάω''': μέλλ. -ήσω, ἀπαγορεύω, ἀπολ., ἐγὼ δ’ ἀπαυδῶ γ’ Σοφ. Φ. 1293· [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ μὴ μετ’ ἀπαρεμφ. ὡς συμβαίνει καὶ εἰς ἄλλα ἀπαγορευτικὰ ῥήματα, τὸν ἄνδρ’ ἀπηύδα… στέγης μὴ ἔξω παρήκειν ὁ αὐτ. Αἴ. 741, πρβλ. Ο. Τ. 236 ([[ἔνθα]] τὸ γῆς τῇσδε [[ἴσως]] [[εἶναι]] γεν. μεριστικὴ συναπτομένη [[μετὰ]] τοῦ τινα), Εὐρ. ‘Ρῆσ. 934, Ἱκ. 468, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1072. 2) τὸ ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 369, τούτοις αὐδῶ καὖθις ἀπαυδῶ καὖθις τὸ τρίτον μάλ’ ἀπαυδῶ ἐξίστασθαι μύσταισι χοροῖς ἐξηγεῖται: [[κελεύω]] ἢ [[λέγω]] ῥητῶς, [[παραγγέλλω]], [[διακηρύττω]], Λατ. edico, ἀλλ’ ἔτι καὶ [[ἐκεῖ]] ἡ ἀληθὴς [[ἔννοια]] [[εἶναι]]: [[ἀποτρέπω]], παραινῶ τινι φεύγειν τι. ΙΙ. ἀπέχομαι, [[ἀποφεύγω]], ἀφίσταμαί τινος, [[οὔκουν]] ἀπαυδᾶν δυνατόν ἐστί μοι πόνους Εὐρ. Ἱκ. 343· ἀρνοῦμαι, [[ἀπορρίπτω]], ἀποκηρύττω, [[νεῖκος]] ἀπ. Θεόκρ. 22. 129· [[ἀποφάσκω]], [[λέγω]] οὔ, ὄχι, Ἀνθ. Πλαν. 4. 299. ΙΙΙ. ὑστερῶ, [[ἀποκάμνω]], δὲν ἐπαρκῶ, [[ἐγκαταλείπω]] τινά, φίλοισι Εὐρ. Ἀνδρ. 87: [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., [[ἐκλείπω]], χάνομαι, ἢ [[ἀποθνήσκω]], ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 1· ἀπ. [[πρός]] τι, Ἄντυλλ. ἐν Matth. Med. 108: καθίσταμαι [[ἄφωνος]], Λουκ. Φιλόπ. 18. ἀπ. τὰ μαντεῖα, [[εἶναι]] βωβά, ἄφωνα, Πλούτ. 2. 431Β: - καταβάλλομαι, ὑπὸ λιμοῦ ἀπηυδηκότας Λουκ. π. Πένθ. 24· κόπῳ Βάβρ 7. 8· πόνοις Ἀνθ. ΙΙ. 5. 168. - Πρβλ. [[ἀπεῖπον]], ἀπαγορεύω, [[ἀπερῶ]].
}}
}}