ὠστίζομαι: Difference between revisions

6
(6_13b)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠστίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. ὠστιοῦμαι· - Παθ., θαμιστικὸν τοῦ ὠθέομαι, ὠθῶ καὶ ὠθοῦμαι, «σπρώχνω καὶ σπρώχνωμαι», «στρημώνω καὶ στρημώνομαι», «σκουντιοῦμαι», οὐδ’ ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ, «οὐδὲ πιεσθήσῃ ὑπὸ Κλεωνύμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 844· δούλαισιν ὠστιζομένη ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 330· ὠστιοῦνται ... ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 24· ἀπολ., εἰς τήν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται, ἀγωνίζεται προσπαθῶν νὰ καταλάβῃ τὴν πρώτην θέσιν, [[αὐτόθι]] 42, πρβλ. Πλ. 380· οὕτω κωμικῶς, τῶν ... πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον Τηλεκλείδης ἐν “Ἀμφικτύοσιν” 1. 13.
|lstext='''ὠστίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. ὠστιοῦμαι· - Παθ., θαμιστικὸν τοῦ ὠθέομαι, ὠθῶ καὶ ὠθοῦμαι, «σπρώχνω καὶ σπρώχνωμαι», «στρημώνω καὶ στρημώνομαι», «σκουντιοῦμαι», οὐδ’ ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ, «οὐδὲ πιεσθήσῃ ὑπὸ Κλεωνύμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 844· δούλαισιν ὠστιζομένη ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 330· ὠστιοῦνται ... ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 24· ἀπολ., εἰς τήν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται, ἀγωνίζεται προσπαθῶν νὰ καταλάβῃ τὴν πρώτην θέσιν, [[αὐτόθι]] 42, πρβλ. Πλ. 380· οὕτω κωμικῶς, τῶν ... πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον Τηλεκλείδης ἐν “Ἀμφικτύοσιν” 1. 13.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠστίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>ὠστιοῦμαι</i>· Παθ., θαμιστικό του <i>ὠθέομαι</i>, [[σπρώχνω]] και σπρώχνομαι, [[στριμώχνω]] και [[συνάμα]] στριμώχνομαι· [[κυρίως]] με δοτ. προσ., <i>ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ</i>, θα πιεστείς από τον Κλεώνυμο, σε Αριστοφ.· <i>ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶπρώτου ξύλου</i>, στον ίδ.· απόλ., εἰς τὴν προεδρίαν [[πᾶς]] ἀνὴρ ὠστίζεται, αγωνίζεται για την πρώτη [[θέση]], στον ίδ.
}}
}}