Anonymous

ὠστίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠστίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>ὠστιοῦμαι</i>· Παθ., θαμιστικό του <i>ὠθέομαι</i>, [[σπρώχνω]] και σπρώχνομαι, [[στριμώχνω]] και [[συνάμα]] στριμώχνομαι· [[κυρίως]] με δοτ. προσ., <i>ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ</i>, θα πιεστείς από τον Κλεώνυμο, σε Αριστοφ.· <i>ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶπρώτου ξύλου</i>, στον ίδ.· απόλ., εἰς τὴν προεδρίαν [[πᾶς]] ἀνὴρ ὠστίζεται, αγωνίζεται για την πρώτη [[θέση]], στον ίδ.
|lsmtext='''ὠστίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>ὠστιοῦμαι</i>· Παθ., θαμιστικό του <i>ὠθέομαι</i>, [[σπρώχνω]] και σπρώχνομαι, [[στριμώχνω]] και [[συνάμα]] στριμώχνομαι· [[κυρίως]] με δοτ. προσ., <i>ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ</i>, θα πιεστείς από τον Κλεώνυμο, σε Αριστοφ.· <i>ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶπρώτου ξύλου</i>, στον ίδ.· απόλ., εἰς τὴν προεδρίαν [[πᾶς]] ἀνὴρ ὠστίζεται, αγωνίζεται για την πρώτη [[θέση]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠστίζομαι:''' [frequ. pass. к [[ὠθέω]]<br /><b class="num">1)</b> быть толкаемым (τινι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> толкаться, тесниться, устраивать давку: εἰς τὴν προεδρίαν ὠ. Arph. проталкиваться к первым местам.
}}
}}