3,277,241
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποξέω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]], τὸ [[ἐλεγεῖον]] Θουκ. 1. 132· τὸ [[ψήφισμα]] Δημ. 1318. 30· τῆς ἐπιγραφῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4224d. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, σπάνω διὰ τοῦ ῥάμφους τὸ ᾠὸν [[ὅπως]] ἐξέλθῃ ὁ [[νεοσσός]], «ξεκλωσσῶ», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 16· πρβλ. [[ἐκγλύφω]], [[ἐκλεπίζω]]. | |lstext='''ἐκκολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποξέω]], [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]], τὸ [[ἐλεγεῖον]] Θουκ. 1. 132· τὸ [[ψήφισμα]] Δημ. 1318. 30· τῆς ἐπιγραφῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4224d. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, σπάνω διὰ τοῦ ῥάμφους τὸ ᾠὸν [[ὅπως]] ἐξέλθῃ ὁ [[νεοσσός]], «ξεκλωσσῶ», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 16· πρβλ. [[ἐκγλύφω]], [[ἐκλεπίζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> enlever en frappant à petits coups;<br /><b>2</b> faire éclater en frappant : νεοττὸν ἄπτερον ἐκκ. LUC faire sortir d’un œuf (qu’on vient de casser) un petit encore sans plumes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κολάπτω]]. | |||
}} | }} |