ἐκκολάπτω
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
A erase, obliterate, τὸ ἐλεγεῖον Th.1.132; τὸ ψήφισμα D.57.64; τῆς ἐπιγραφῆς any part of.., CIG(add.)4224d (Anticragus), cf. Aristid.1.425J.
II peck the chick out of the egg, hatch, Arist.HA618a13; ἐ. τοὺς ἀνθρώπους Luc.VH1.22; ἧπαρ Id.Prom.9:—Pass.,Arist.HA562a14; ᾠὸν ἐκκεκολαμμένον empty egg-shell, Thphr. HP3.16.4; of a seam of ore, Gal.12.239.
Spanish (DGE)
A tr.
I gener.
1 borrar, rebajar a golpes, martillar textos grabados en bronce o piedra, c. ac. y prep. c. gen. τὸ ... ἐλεγεῖον ... ἀπὸ τοῦ τρίποδος Th.1.132, τὰ δὲ περὶ Τιμάνθος γεγραμμένα ... ἐκ τε͂ς στε̄́λɛ̄ς IG 13.106.22 (V a.C.), τὸ ... ὄνομα ... ἐκ τῆς φλιᾶς Sokolowski 3.103B.44 (Amorgos I a.C.), sólo c. ac. τὸ ψήφισμ' D.57.64, τι τῶν ἐπιγραμμάτων Pouilloux, Choix 52.6 (Neocesarea II d.C.), c. gen. partit. ἐκκολάψαι τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ ἡρῴου TAM 2.247.8 (Licia II d.C.), en v. pas. τὸ ψήφισμα IG 9(2).517.26 (Larisa III a.C.), τοὐπίγραμμα Aristid.Or.11.66.
2 abrir a golpes, picar τὸ ἦπαρ ἐκκολάπτειν Luc.Prom.9
•en la piedra abrir a golpes, labrar una galería ἐξεκόλαπτεν ἠρέμα καὶ διέτεμνε τοῦ ἄντρου τὸν ὄροφον Agath.1.10.3, en v. pas. ἐξεκεκόλαπτο διῶρυξ Gal.12.239
•labrar, cincelar μάρμαρον ... ἐκκολάπτουσιν Gr.Nyss.Hom.in Cant.408.1
•en la madera acanalar κρεμάσθω κάμαξ ... ἐκκεκολαμμένος κοιλάσματι ἡμικυκλίῳ Apollod.Poliorc.182.7.
II zool. llevar hasta la eclosión los huevos incubados ὁ ὄρνις ἐκκολάπτει καὶ τρέφει Arist.HA 618a13, cf. Aesop.206
•fig. hacer eclosionar ἐκκολάπτουσι τοὺς ἀνθρώπους hacen que eclosionen (ciertos frutos fabulosos) y nazcan los hombres dendritas, Luc.VH 1.22.
B intr. en v. med.-pas. producirse la eclosión de un huevo ἤδη ἐκκεκολαμμένου δεκαταίου diez días después de la eclosión Arist.HA 562a14, ἄνθος ... κοῖλον ὥσπερ ᾠὸν ἐκκεκολαμμένον una flor cóncava como un huevo que ha hecho eclosión Thphr.HP 3.16.4.
German (Pape)
[Seite 764] ausschlagen, auskratzen; ψήφισμα Dem. 57, 24, das in Stein Gehauene vertilgen, wie τὸ ἐλεγεῖον ἀπὸ τοῦ τρίποδος Thuc. 1, 132; ᾠά, eigtl. auspicken, d. i. ausbrüten, Arist. H. A. 6, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 enlever en frappant à petits coups;
2 faire éclater en frappant : νεοττὸν ἄπτερον ἐκκ. LUC faire sortir d'un œuf (qu'on vient de casser) un petit encore sans plumes.
Étymologie: ἐκ, κολάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκολάπτω:
1 сбивать, соскабливать (ударами молотка или резца) (τὸ ἐλεγεῖον Thuc.; ψήφισμα Dem.; sc. τὸ ἐπιγραμμα Plut.);
2 (ударами клюва), помогать вылупиться (νεοττὸν ἄπτερον Luc.; ἐκκεκολαμμένον ᾠόν Arst.; ἡ ἴβις ἐκκολαφθεῖσα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκολάπτω: μέλλ. -ψω, ἀποξέω, ἐξαλείφω, διαγράφω, τὸ ἐλεγεῖον Θουκ. 1. 132· τὸ ψήφισμα Δημ. 1318. 30· τῆς ἐπιγραφῆς, μέρος τι τῆς ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4224d. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, σπάνω διὰ τοῦ ῥάμφους τὸ ᾠὸν ὅπως ἐξέλθῃ ὁ νεοσσός, «ξεκλωσσῶ», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 3, 16· πρβλ. ἐκγλύφω, ἐκλεπίζω.
Greek Monolingual
(AM ἐκκολάπτω)
(για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγά
νεοελλ.
1. (-ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι
2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι.
Greek Monotonic
ἐκκολάπτω: μέλ. -ψω, εξαλείφω, διαγράφω, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. ψω
to scrape out, obliterate, Thuc.