πατρομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(6_15)
 
(31)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατρομάχος''': ὁ, ὁ κατὰ τοῦ πατρὸς μαχόμενος, ἐχθρὸς [[αὐτοῦ]], Πράξ. Συνόδ. τ. 3. 1196, 22.
|lstext='''πατρομάχος''': ὁ, ὁ κατὰ τοῦ πατρὸς μαχόμενος, ἐχθρὸς [[αὐτοῦ]], Πράξ. Συνόδ. τ. 3. 1196, 22.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που μάχεται [[κατά]] του [[πατέρα]] του, ο [[εχθρός]] του [[πατέρα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανδρο</i>-<i>μάχος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πατρομάχος: ὁ, ὁ κατὰ τοῦ πατρὸς μαχόμενος, ἐχθρὸς αὐτοῦ, Πράξ. Συνόδ. τ. 3. 1196, 22.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που μάχεται κατά του πατέρα του, ο εχθρός του πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ανδρο-μάχος].