πατέρα
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
η
βακτηρία η οποία στο άνω άκρο της είχε σχήμα Τ και την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι γέροντες στους ναούς για να στηρίζονται με τα δύο χέρια σταυρωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του πάτερο «ξύλινη δοκός που στηρίζει το πάτωμα»].