εὔπταιστος: Difference between revisions

15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπταιστος''': -ον, εὐκόλως πταίων, σφαλλόμενος, [[ἀσταθής]], [[σφαλερός]], Ἰππ. 26. 19.
|lstext='''εὔπταιστος''': -ον, εὐκόλως πταίων, σφαλλόμενος, [[ἀσταθής]], [[σφαλερός]], Ἰππ. 26. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔπταιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σφάλλει εύκολα<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] σε [[σχέση]] με τις πράξεις) [[αναξιόπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πταιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πταίω]])].
}}
}}