εὔπταιστος
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
English (LSJ)
εὔπταιστον, easily stumbling: metaph., unreliable, of words as compared with facts, Hp.Praec.2.
German (Pape)
[Seite 1091] leicht Anstoß gebend, gefährlich, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπταιστος: -ον, εὐκόλως πταίων, σφαλλόμενος, ἀσταθής, σφαλερός, Ἰππ. 26. 19.
Greek Monolingual
εὔπταιστος, -ον (Α)
1. αυτός που σφάλλει εύκολα
2. (για λόγια σε σχέση με τις πράξεις) αναξιόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πταιστός (< πταίω)].
Translations
irreconcilable
Belarusian: непрымірымы; Bulgarian: несъвместим, непримирим; Catalan: irreconciliable; Danish: uforenelig; Dutch: onverzoenlijk, irreconciliabel, onverenigbaar; Finnish: leppymätön, taipumaton, tinkimätön; French: irréconciliable; German: unversöhnlich, unvereinbar, unverträglich; Greek: ασυμβίβαστος; Ancient Greek: ἀδιάλλακτος, ἀδιάλυτος, ἀκατάλλακτος, ἄμικτος, ἀξύμβατος, ἀσύμβατος, ἀσυμβίβαστος, ἀφιλίωτος, εὔπταιστος; Hungarian: kibékíthetetlen, összeegyeztethetetlen; Italian: irreconciliabile; Japanese: 和解できない, 憎い, 敵対する; Latin: dissociabilis; Norwegian Bokmål: uforenelig, uforenlig, uforsonlig; Portuguese: irreconciliável; Romanian: ireconciliabil; Russian: непримиримый; Spanish: irreconciliable; Ukrainian: непримиримий, непримиренний