εὐανακόμιστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐανακόμιστος''': -ον, ὁ εὐκόλως ἀνακομιζόμενος, ἐπαναφερόμενος, Πλούτ. 2. 458Ε, Γαλην. τ. 6. σ. 297, 4.
|lstext='''εὐανακόμιστος''': -ον, ὁ εὐκόλως ἀνακομιζόμενος, ἐπαναφερόμενος, Πλούτ. 2. 458Ε, Γαλην. τ. 6. σ. 297, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à rappeler <i>ou</i> à ramener.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνακομίζω]].
}}
}}