εὐανακόμιστος

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανακόμιστος Medium diacritics: εὐανακόμιστος Low diacritics: ευανακόμιστος Capitals: ΕΥΑΝΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euanakómistos Transliteration B: euanakomistos Transliteration C: evanakomistos Beta Code: eu)anako/mistos

English (LSJ)

εὐανακόμιστον, easy to bring back, Plu.2.458e; easily restored, of health, Gal.6.297.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zurückzubringen, θυμός Plut. coh. ira 10; herzustellen, von Kranken, Medic.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à rappeler ou à ramener.
Étymologie: εὖ, ἀνακομίζω.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰνᾰκόμιστος: досл. легко возвращаемый, перен. отходчивый, уступчивый (θυμός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐανακόμιστος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀνακομιζόμενος, ἐπαναφερόμενος, Πλούτ. 2. 458Ε, Γαλην. τ. 6. σ. 297, 4.

Greek Monolingual

εὐανακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.)
2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-κομίζω.