ματαιοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_18)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ματαιοκόπος''': -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.
|lstext='''ματαιοκόπος''': -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιοκόπος]], -ον (Μ) αυτός που [[μάταια]] κοπιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαμνο</i>-[[κόπος]])].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ματαιοκόπος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.

Greek Monolingual

ματαιοκόπος, -ον (Μ) αυτός που μάταια κοπιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόπος (πρβλ. λαμνο-κόπος)].