νυμφόληπτος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυμφόληπτος''': -ον, ὁ ὑπὸ νυμφῶν κατεχόμενος (πρβλ. [[νύμφη]] Π. 2), Πλάτ. Φαῖδρ. 238D), Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 1. 1, 4, Πλουτ. Ἀριστείδ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 456.
|lstext='''νυμφόληπτος''': -ον, ὁ ὑπὸ νυμφῶν κατεχόμενος (πρβλ. [[νύμφη]] Π. 2), Πλάτ. Φαῖδρ. 238D), Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 1. 1, 4, Πλουτ. Ἀριστείδ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 456.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />possédé par les nymphes, <i>càd</i> transporté de délire.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[ληπτός]].
}}
}}