Anonymous

νυμφόληπτος: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />possédé par les nymphes, <i>càd</i> transporté de délire.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[ληπτός]].
|btext=ος, ον :<br />possédé par les nymphes, <i>càd</i> transporté de délire.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[ληπτός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[νυμφόληπτος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[σώμα]] του και [[κυρίως]] η [[ψυχή]] και το [[πνεύμα]] του κυριεύθηκε από τις Νύμφες<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> εμπνευσμένος, [[ενθουσιώδης]], [[μανιώδης]], [[γεμάτος]] ενθουσιαμό που προέρχεται από το ότι οι Νύμφες έχουν κυριεύσει το [[μυαλό]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Νύμφη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μουσό</i>-<i>ληπτος</i>].
}}
}}