3,274,125
edits
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαίνῡμι''': προστακτ. δαίνῡ, Ἰλ., μετοχ. –ύντα Ὀδ. Δ. 3· Ἐπ. παρατ. δαίνῡ, Ὅμ., δαίνυεν (ἐκ τοῦ [[δαινύω]]) Καλλ. εἰς Δήμ. 84· μέλλ. δαίσω, Ἰλ., Τραγ.· ἀόρ. ἔδαισα, Ἡρόδ., Τραγ.: -Μέσ., δαίνῠται Ἰλ. Ο. 99· β΄ ἑνικ. ὑποτακτ. δαινύῃ Ὀδ.· Ἐπ. γ΄ ἑνικ. εὐκτ. δαινῦτο (ἀντὶ -ύοιτο) Ἰλ. Ω. 665· γ΄ πληθ. εὐκτ. δαινύατο Ὀδ. Σ. 248· μετοχ. –ύμενος Κρατῖν. Ὀδ. 4· β΄ ἑνικ. παρατ. δαίνυ’ (δηλ. –υο) Ἰλ. Ω. 63· μέλλ. δαίσομαι Λυκ., κτλ., (μετα-) Ὅμ.· ἀόρ. ἐδαισάμην Ἀρχίλ., Πίνδ., κτλ.· δαισάμενοι Ὀδ. Σ. 407. [δαινῠῃ Ὀδ. Τ. 328, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], ἀντὶ δαινῡῃ ἐν Θ. 243, ὁ Ahrens προτιμᾷ δαινῠε’, ὃ ἐ. δαινύεαι.] Ἴδε [[δαίω]] Β.) Ποιητ. ῥῆμ. (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ.) =[[παρέχω]] [[γεῦμα]] ἢ [[συμπόσιον]], δαίνυ δαῖτα γέρουσι Ἰλ. Ι. 70· ἔφασκες … δαίσειν γάμον, ὑπέσχεσο ὅτι θά μοι παρεῖχες [[συμπόσιον]] γάμου, Τ. 299, πρβλ. Ὀδ. Δ. 3· ὅ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ Ἰλ. Ψ. 29, πρβλ. Ὀδ. Γ. 309· οὕτω παρ’ Ἀττ., δ. ὑμεναίους γάμους Εὐρ. Ι. Α. 123, 707. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἑστιῶ, φιλεύω τινὰ μέ τι [[πρᾶγμα]], τὸν… Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε Ἡροδ. 1. 162· ζῶν με δαίσεις, θὰ τραφῶ ἀπὸ σοῦ ζῶντος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 305, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 15. ΙΙ. Μέσ., ἀμτβ., [[συμποσιάζω]], εὐωχοῦμαι, «χαροκοπῶ»· παρ’ Ὁμ. πολλῷ συχνότερον τοῦ ἐνεργητ., καὶ οὕτω παρὰ Πινδ. Ι. 6. 52, Ἡροδ. 1. 211. 2) μτβτ., [[καταναλίσκω]], [[τρώγω]] τι, δαῖτα, ἑκατόμβας, κρέα Ὅμ.· οὕτω, κρέα δαίνυσθαι Ἡρόδ. 3. 18· ἐδαίσατο παῖδα Σοφ. Ἀποσπ. 123· δαίσασθαι γάμον, ἑορτάζειν γάμον διὰ συμποσίου, εὐωχίας, Ἀρχίλ. 90· μίαν δ. τράπεζαν, [[τρώγω]] εἰς κοινὴν τράπεζαν, Θεόκρ. 13. 38· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], τοῦ δηλητηρίου, κτλ., Πίνδ. Ν. 9. 56, Σοφ. Τρ. 765, 1088. | |lstext='''δαίνῡμι''': προστακτ. δαίνῡ, Ἰλ., μετοχ. –ύντα Ὀδ. Δ. 3· Ἐπ. παρατ. δαίνῡ, Ὅμ., δαίνυεν (ἐκ τοῦ [[δαινύω]]) Καλλ. εἰς Δήμ. 84· μέλλ. δαίσω, Ἰλ., Τραγ.· ἀόρ. ἔδαισα, Ἡρόδ., Τραγ.: -Μέσ., δαίνῠται Ἰλ. Ο. 99· β΄ ἑνικ. ὑποτακτ. δαινύῃ Ὀδ.· Ἐπ. γ΄ ἑνικ. εὐκτ. δαινῦτο (ἀντὶ -ύοιτο) Ἰλ. Ω. 665· γ΄ πληθ. εὐκτ. δαινύατο Ὀδ. Σ. 248· μετοχ. –ύμενος Κρατῖν. Ὀδ. 4· β΄ ἑνικ. παρατ. δαίνυ’ (δηλ. –υο) Ἰλ. Ω. 63· μέλλ. δαίσομαι Λυκ., κτλ., (μετα-) Ὅμ.· ἀόρ. ἐδαισάμην Ἀρχίλ., Πίνδ., κτλ.· δαισάμενοι Ὀδ. Σ. 407. [δαινῠῃ Ὀδ. Τ. 328, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]], ἀντὶ δαινῡῃ ἐν Θ. 243, ὁ Ahrens προτιμᾷ δαινῠε’, ὃ ἐ. δαινύεαι.] Ἴδε [[δαίω]] Β.) Ποιητ. ῥῆμ. (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ.) =[[παρέχω]] [[γεῦμα]] ἢ [[συμπόσιον]], δαίνυ δαῖτα γέρουσι Ἰλ. Ι. 70· ἔφασκες … δαίσειν γάμον, ὑπέσχεσο ὅτι θά μοι παρεῖχες [[συμπόσιον]] γάμου, Τ. 299, πρβλ. Ὀδ. Δ. 3· ὅ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ Ἰλ. Ψ. 29, πρβλ. Ὀδ. Γ. 309· οὕτω παρ’ Ἀττ., δ. ὑμεναίους γάμους Εὐρ. Ι. Α. 123, 707. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἑστιῶ, φιλεύω τινὰ μέ τι [[πρᾶγμα]], τὸν… Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε Ἡροδ. 1. 162· ζῶν με δαίσεις, θὰ τραφῶ ἀπὸ σοῦ ζῶντος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 305, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 15. ΙΙ. Μέσ., ἀμτβ., [[συμποσιάζω]], εὐωχοῦμαι, «χαροκοπῶ»· παρ’ Ὁμ. πολλῷ συχνότερον τοῦ ἐνεργητ., καὶ οὕτω παρὰ Πινδ. Ι. 6. 52, Ἡροδ. 1. 211. 2) μτβτ., [[καταναλίσκω]], [[τρώγω]] τι, δαῖτα, ἑκατόμβας, κρέα Ὅμ.· οὕτω, κρέα δαίνυσθαι Ἡρόδ. 3. 18· ἐδαίσατο παῖδα Σοφ. Ἀποσπ. 123· δαίσασθαι γάμον, ἑορτάζειν γάμον διὰ συμποσίου, εὐωχίας, Ἀρχίλ. 90· μίαν δ. τράπεζαν, [[τρώγω]] εἰς κοινὴν τράπεζαν, Θεόκρ. 13. 38· -[[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], τοῦ δηλητηρίου, κτλ., Πίνδ. Ν. 9. 56, Σοφ. Τρ. 765, 1088. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[δαίσω]], <i>ao.</i> ἔδαισα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> <i>propr.</i> faire les parts (pour un repas) : δ. δαῖτά τινι IL donner un repas à qqn;<br /><b>2</b> célébrer <i>ou</i> fêter par un repas;<br /><i><b>Moy.</b></i> δαίνυμαι (<i>impf.</i> ἐδαινύμην, <i>f.</i> δαίσομαι, <i>ao.</i> ἐδαισάμην, <i>pf. inus.</i>);<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> prendre sa part d’un repas, festiner;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> manger ; <i>avec idée de violence</i> dévorer, consumer.<br />'''Étymologie:''' R. Δα, diviser, partager ; cf. [[δαίομαι]]. | |||
}} | }} |