δαίνυμι
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
English (LSJ)
A imper. δαίνῡ Il.9.70, part. -ύντα Od.4.3: Ep. impf. δαίνῡ Il.23.29; δαίνυεν (from δαινύω) Call. Cer.84: fut. δαίσω Il.19.299, A.Eu.305: aor. ἔδαισα Pi.N.9.24, Hdt.1.162, E.Or.15:—Med., δαίνυται Il.15.99: 2sg. subj. δαινύῃ Od.19.328; Ep. 3sg. opt. δαινῦτο Il.24.665; 3pl. opt. δαινύατο Od.18.248; part. -ύμενος Cratin. 142; 2sg. impf. δαίνὐ (i.e. -υο) Il.24.63: fut. δαίσομαι Lyc.668, Herod.4.93, etc., (μετα-) Od.18.48: aor. ἐδαισάμην Archil.99, Pi.P.10.31, etc.; δαισάμενοι Od.18.408; [δαινῠη Od.19.328; but δαινῡῃ 8.243 (for wh. δαινύεαι should be read)]. (v. δαίω B.):—poet. Verb (used by Hdt.), give a banquet or give a feast, δαίνυ δαῖτα γέρουσι Il.9.70; ἔφασκες… δαίσειν γάμον didst promise to give me a marriage-feast, 19.299, cf. Od.4.3, h.Ven.141, Pi.N.1.72; ὁτοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ Il.23.29, cf. Od.3.309; δ. ὑμεναίους, γάμους, E.IA123 (lyr.), 707.
2 c. acc. pers., feast one on a thing, τὸν… Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε Hdt.1.162, cf. E.Or.15; ζῶν με δαίσεις thou shalt be my living feast, A.Eu.305.
II Med., have a feast given one, feast, in Hom. more freq. than Act., Il.15.99, al., cf. Pi.I.6(5).36, Hdt.1.211; δαίσασθαι γάμον Archil. l.c.
2 c. acc., feast on, eat, δαῖτα, ἑκατόμβας, κρέα, Od.3.66, Il.9.535, Od.12.30; κρέα δαίνυσθαι Hdt.3.18, Ant.Lib.18.2 (but c. gen., Id.11.7); ἐδαίσατο παῖδα S.Fr.771.5, cf. El.543; μίαν δ. τράπεζαν eat at a common table, Theoc.13.38: of fire, consume, Pi.N.9.24, S.Tr.765; of poison, ib.1088.
Spanish (DGE)
(δαίνῡμι)
• Morfología: [med. pres. opt. 3a sg. δαινῦτο Il.24.665, 3a plu. δαινύατο Od.18.248]
I en v. act.
1 c. ac. int. ofrecer un banquete δαίνυ δαῖτα γέρουσιν Il.9.70.
2 c. ac. de lo que se celebra celebrar con un banquete δαίσειν ... γάμον μετὰ Μυρμιδόνεσσι Il.19.299, τὸν δ' εὗρον δαινύντα γάμον Od.4.3, γάμον δαίσαντα πὰρ Δί Pi.N.1.72, δαίνυ γάμον ἱμερόεντα h.Ven.141, cf. E.IA 123, ὁ τοῖσι τάφον μενοικέα δαίνυ Il.23.29, ὁ τὸν κτείνας δαίνυ τάφον Ἀργείοισι Od.3.309
•tb. en v. med. γάμον μὲν οὐκ ἐδαισάμην Archil.122, cf. AP 7.109 (D.L.).
3 c. ac. de pers. agasajar con un banquete a τὸν ... ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε Ἀστυάγης Hdt.1.162, ζῶν με δαίσεις A.Eu.305, ἔδαισε δ' οὖν νιν E.Or.15.
II sólo en v. med.
1 intr. participar en un banquete, banquetear εἴ πέρ τις ἔτι νῦν δαίνυται εὔφρων Il.15.99, δαινῦτό τε λαός y celebró la hueste el banquete (funerario) Il.l.c., μνηστῆρες ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν ἠῶθεν δαινύατ' Od.l.c., κλιθέντες ἐδαίνυντο Hdt.1.211, cf. Pi.I.6.36, Nicaenet.6.2, μόνον γὰρ οὐκ ἔξεστιν δαίνυσθαι I.BI 6.423, cf. Orph.L.732, δαίνυντ' ἐν θαλίῃσιν Q.S.1.90, cf. Hsch.s.u. δαίνυντο
•c. ac. int. δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῖτα Od.3.66.
2 tr. comer, devorar ἑκατόμβας Il.9.535, κρέα Od.12.30, cf. Hdt.3.18, I.AI 6.121, τὸν Ἀστάκειον παῖδα S.Fr.799.5, cf. El.543, Eub.6.7, τοῦδε σάρκας E.Tr.775, ἀμβροσίη ... οἵην δαίνυνται ... θεοί Matro SHell.534.72, βαρὺ δεῖπνον AP 9.310 (Antiphil.), (Καλλαῖσχρος) τὸν ... δαίσαντο ... θῆρες AP 7.395 (Marc.Arg.), ὕστατα δόρπα Q.S.12.550, μίαν ... δαίνυντο τράπεζαν compartían la misma mesa Theoc.13.38
•fig. del fuego consumir δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας Pi.N.9.24
•de la enfermedad δαίνυται γὰρ αὖ πάλιν S.Tr.1088
•c. gen. partit. κρεῶ[ν] ἐδαίνυντο Herod.8.70.
• Etimología: De *dai- < *d°Hi̯2°- ‘partir’, cf. δαίομαι, ai. dáyate ‘participar’ y, c. dif. alarg., δατέομαι < *d°Hi̯2t-, δάπτω < *d°Hi̯2p- así como, en grado pleno, δᾶμος < *deHi̯2m- (como ai. dāti ‘partir’, ‘separar’).
German (Pape)
[Seite 515] fut. δαίσω, eigtl. austeilen, zum Essen, vom Wirthe (Suid. εὐωχεῖν); δαίνυ δαῖτα γέρουσιν, gieb einen Schmaus, Il. 9, 70; τάφον, er gab einen Leichenschmaus, 23, 29; Od. 3, 309; δαίνυ γάμον Hom. hymn. Vener. 142; δαίσειν γάμον Il. 19, 299; γάμον δαίσαντα Pind. N. 1, 72; γάμους ἔδαισαν Eur. I. A. 707; εἰλαπίνας Call. Cer. 85; δαίσομεν ὑμεναίους Eur. I. A. 123; auch Sp., wie D. Sic. 5, 49; Dion. Hal. 1, 48; – τινά, Einen bewirthen, z. B. ἀνόμῳ τραπέζῃ Her. 1, 162; ζῶν με δαίσεις Aesch. Eum. 305; Eur. Or. 15. Abweichend = essen, bei Ath. XII, 530 f. – Med. δαίνυμαι (conj. δαινύῃ Od. 8, 243; opt. δαινῦτο Il. 24, 665, vgl. Scholl. Herodian.; δαινύατο Od. 18, 248; impf. δαίνυο Il. 24, 63; ἐδαινύμην Eubul. Ath. II, 63 e; δαισάμενοι Odyss. 7, 188); sich bewirthen lassen, schmausen, VLL. εὖωχεῖσθαι; absolut, Il. 15, 99; Her. 1, 211. 2, 100; Pind. I. 5, 36; δαῖτα Od. 3, 66; ἑκατόμβας Il. 9, 535; εἰλαπίνην Iliad. 23, 201; δαινύμενοι κρέα τ' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ Odyss. 9, 162; κρέα Her. 3, 18 u. sonst; γάμον Archil. frg. 84; τράπεζαν δαίνυντο Theocr. 13, 38; Philostr. Übertr., ἐχίδνης ἰὸς ἐδαίνυτο Soph. Tr. 782; δαίσασθαι ἵμερον τέκνων El. 543, genießen; πυραὶ δαίσαντο φῶτας Pind. N. 9, 24; auch in Anth.
French (Bailly abrégé)
f. δαίσω, ao. ἔδαισα, pf. inus.
1 propr. faire les parts (pour un repas) : δ. δαῖτά τινι IL donner un repas à qqn;
2 célébrer ou fêter par un repas;
Moy. δαίνυμαι (impf. ἐδαινύμην, f. δαίσομαι, ao. ἐδαισάμην, pf. inus.);
I. intr. prendre sa part d'un repas, festiner;
II. tr. manger ; avec idée de violence dévorer, consumer.
Étymologie: R. Δα, diviser, partager ; cf. δαίομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαίνυμι en δαινύω [~ δαίομαι] ep. imperf. 3 sing. δαίνυ, med. 2 sing. δαίνυ(ο), ep. conj. med. 2 sing. δαινύῃ, ep. opt. med. 3 sing. δαινῦτο, plur. δαινύατο; aor. ἔδαισα, pass. ptc. δαισθείς; fut. δαίσω act. een feestmaal, banket houden, steeds met acc. v. h. inw. obj.:; δαίνυ δαῖτα γέρουσιν houd een banket voor de ouderen Il. 9.70; δ. γάμον, γάμους, ὑμεναίους een bruiloftsmaal houden;. δ. τάφον een begrafenismaal houden Il. 23.29. trakteren, met acc. v. pers.: τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε die de koning van de Meden, Astyages, op een misdadige maaltijd had getrakteerd Hdt. 1.162.1. med. dineren, eten; met acc. van zaken zich te goed doen aan, eten:; ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ’ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ we zaten ons te goed te doen aan onuitsprekelijk veel vlees en zoete wijn Od. 10.184; met acc. v. h. inw. obj.:; δαίνυντ’ ἐρικυδέα δαῖτα ze deden zich te goed aan een verrukkelijke maaltijd Il. 24.803; uitbr.. οἳ μίαν ἄμφω … δαίνυντο τράπεζαν die met z’n tweeën samen tafelden Theocr. 13.38. pass. opgevreten, verteerd worden, met acc. resp.:. πυρὸς δεινᾶι φλογὶ σῶμα δαισθείς nadat hij wat zijn lichaam betreft verteerd was (d.w.z. nadat zijn lichaam verteerd was) door de vreselijke vlam van het vuur Eur. Hcld. 914 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
δαίνῡμι: (fut. δαίσω)
1 разделять пищу, т. е. устраивать (пир): δ. δαῖτά τινι Hom. (за)давать кому-л. пир; δ. τάφον Hom. устраивать погребальный пир; δ. γάμον Hom., HH, Pind., Diod., γάμους или ὑμεναίους Eur. справлять свадьбу;
2 угощать (τινα Aesch., Eur., Her.);
3 med. пировать Hom., Her.;
4 med. есть, вкушать (δαῖτα, κρέα καὶ μέθυ Hom.; κρέα Her.): μίαν τράπεζαν δ. Theocr. есть за одним столом;
5 med. пожирать, сжигать (δαίσαντο πυραὶ φῶτας Pind.): ἐχίδνης ἰὸς ἐδαίνυτο Soph. змеиный яд жег (Геракла).
Greek (Liddell-Scott)
δαίνῡμι: προστακτ. δαίνῡ, Ἰλ., μετοχ. –ύντα Ὀδ. Δ. 3· Ἐπ. παρατ. δαίνῡ, Ὅμ., δαίνυεν (ἐκ τοῦ δαινύω) Καλλ. εἰς Δήμ. 84· μέλλ. δαίσω, Ἰλ., Τραγ.· ἀόρ. ἔδαισα, Ἡρόδ., Τραγ.: -Μέσ., δαίνῠται Ἰλ. Ο. 99· β΄ ἑνικ. ὑποτακτ. δαινύῃ Ὀδ.· Ἐπ. γ΄ ἑνικ. εὐκτ. δαινῦτο (ἀντὶ -ύοιτο) Ἰλ. Ω. 665· γ΄ πληθ. εὐκτ. δαινύατο Ὀδ. Σ. 248· μετοχ. –ύμενος Κρατῖν. Ὀδ. 4· β΄ ἑνικ. παρατ. δαίνυ’ (δηλ. –υο) Ἰλ. Ω. 63· μέλλ. δαίσομαι Λυκ., κτλ., (μετα-) Ὅμ.· ἀόρ. ἐδαισάμην Ἀρχίλ., Πίνδ., κτλ.· δαισάμενοι Ὀδ. Σ. 407. [δαινῠῃ Ὀδ. Τ. 328, κτλ.· ἐντεῦθεν, ἀντὶ δαινῡῃ ἐν Θ. 243, ὁ Ahrens προτιμᾷ δαινῠε’, ὃ ἐ. δαινύεαι.] Ἴδε δαίω Β.) Ποιητ. ῥῆμ. (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ.) =παρέχω γεῦμα ἢ συμπόσιον, δαίνυ δαῖτα γέρουσι Ἰλ. Ι. 70· ἔφασκες … δαίσειν γάμον, ὑπέσχεσο ὅτι θά μοι παρεῖχες συμπόσιον γάμου, Τ. 299, πρβλ. Ὀδ. Δ. 3· ὅ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ Ἰλ. Ψ. 29, πρβλ. Ὀδ. Γ. 309· οὕτω παρ’ Ἀττ., δ. ὑμεναίους γάμους Εὐρ. Ι. Α. 123, 707. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἑστιῶ, φιλεύω τινὰ μέ τι πρᾶγμα, τὸν… Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε Ἡροδ. 1. 162· ζῶν με δαίσεις, θὰ τραφῶ ἀπὸ σοῦ ζῶντος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 305, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 15. ΙΙ. Μέσ., ἀμτβ., συμποσιάζω, εὐωχοῦμαι, «χαροκοπῶ»· παρ’ Ὁμ. πολλῷ συχνότερον τοῦ ἐνεργητ., καὶ οὕτω παρὰ Πινδ. Ι. 6. 52, Ἡροδ. 1. 211. 2) μτβτ., καταναλίσκω, τρώγω τι, δαῖτα, ἑκατόμβας, κρέα Ὅμ.· οὕτω, κρέα δαίνυσθαι Ἡρόδ. 3. 18· ἐδαίσατο παῖδα Σοφ. Ἀποσπ. 123· δαίσασθαι γάμον, ἑορτάζειν γάμον διὰ συμποσίου, εὐωχίας, Ἀρχίλ. 90· μίαν δ. τράπεζαν, τρώγω εἰς κοινὴν τράπεζαν, Θεόκρ. 13. 38· -ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πυρός, τοῦ δηλητηρίου, κτλ., Πίνδ. Ν. 9. 56, Σοφ. Τρ. 765, 1088.
English (Slater)
δαίνυμι (aor. δαίσαντα: med. δαινυμένων: aor. ἐδαίσατο, δαίσαντο)
a act., celebrate by feasting καὶ γάμον δαίσαντα (Ἡρακλέα) πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ (N. 1.72)
b med. feast
I abs. καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις (P. 3.93) Ὑπερβορέωνπαῤοἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας (P. 10.31) ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον λτ; γτ; κύρησεν δαινᾰμένων. (κεῖνον supp. Schr., πάντων Tricl.) (I. 6.36)
II c. acc., feast upon ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας (N. 9.24)
English (Autenrieth)
(δαί Od. 24.2), imp. 2 sing. δαίνῦ, part. δαινύντα, ipf. δαίνῦ, fut. inf. δαίσειν, mid. pres. opt. δαινῦτο, -ύατο, aor. part. δαισάμενος: I. act., divide, distribute food, to each his portion, said of the host; δαίνῦ δαῖτα γέρουσιν, Il. 9.70; hence, ‘give a feast, τάφον, γάμον, funeral, marriage-feast, Od. 3.309, Il. 19.299.—II. mid., partake of or celebrate a feast, feast (upon); abs., Il. 15.99, Il. 24.63; w. acc., δαῖτα, εἰλαπίνην, κρέα καὶ μέθυ, Od. 9.162.
Greek Monolingual
δαίνυμι και δαινύω (Α)
Ι. 1. προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο (φρ., «δαίνυμι γάμον ή τάφον» — προσφέρω συμπόσιο γαμήλιο ἤ επιτάφιο
2. φιλεύω κάποιον με κάτι («τὸν... 'Αστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε»)
II. δαίνυμαι
1. συμποσιάζω, ξεφαντώνω
2. τρώγω κάτι, εξαντλώ κάτι τρώγοντας
3. (για τη φωτιά, το δηλητήριο, τον Άδη) κατατρώγω, αφανίζω («‘Επτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαι- του ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + -νυμι ή -νύω].
Greek Monotonic
δαίνῡμι: προστ. δαίνῡ, Επικ. γʹ ενικ. παρατ. δαίνῡ, μέλ. δαίσω, αόρ. αʹ ἔδαισα, Μέσ., βʹ ενικ. υποτ. δαινύῃ, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. δαινῦτο (αντί -ύοιτο), γʹ πληθ. δαινύατο, βʹ ενικ. παρατ. δαίνυ', δηλ. -υο (δαίω Β, διαχωρίζω, διανέμω, μοιράζω)·
I. 1. παραδίδω συμπόσιο ή γλέντι, κάνω τραπέζι, φιλεύω, ευωχώ, τραπεζώνω· δαίνυ δαῖτα γέρουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· δαίνυμι γάμον, παραδίδω γαμήλιο τραπέζι, σε Όμηρ.· δαίνυμι τάφον, παραδίδω ένα επικήδειο γεύμα, στον ίδ.
2. με αιτ. προσ., παραθέτω πλούσιο τραπέζι σε κάποιον, σε Ηρόδ.· ζῶν με δαίσεις, εσύ πρόκειται να γίνεις το ζωντανό μου γεύμα, σε Αισχύλ.
II. 1. Μέσ., παρακάθημαι σε συμπόσιο, ευωχούμαι, σε Όμηρ., Ηρόδ.
2. με αιτ., γλεντοκοπώ, καταβροχθίζω, τρώω, στον ίδ.· μίαν δαίνυμι τράπεζαν, παρακάθημαι σε κοινό τραπέζι, σε Θεόκρ.· επίσης, λέγεται για το δηλητήριο, καταναλώνω, σε Σοφ.
Middle Liddell
δαίω 2,]
I. to divide:—to give a banquet or feast, δαίνυ δαῖτα γέρουσι Il.; δ. γάμον to give a marriage-feast, Hom.; δ. τάφον to give a funeral feast, Hom.
2. c. acc. pers. to feast one, Hdt.; ζῶν μὲ δαίσεις thou shalt be my living feast, Aesch.
II. Mid. to have a feast given one, to feast, Hom., Hdt.
2. c. acc. to feast on, consume, eat, Hdt.; μίαν δ. τράπεζαν to eat at a common table, Theocr.:— also of poison, to consume, Soph.