βούνευρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(6_21)
(big3_9)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βούνευρον''': τό, [[μάστιξ]] ἐκ δέρματος βοός, Ἀχμέτ Ὀνειρ. 17. 90.
|lstext='''βούνευρον''': τό, [[μάστιξ]] ἐκ δέρματος βοός, Ἀχμέτ Ὀνειρ. 17. 90.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[vergajo]] λέων καὶ [[ἄρκτος]] βουνεύρῳ περιτυχόντες Aesop.152.3.<br /><b class="num">2</b> [[vergajazo]] κὲ λάβι βούνευρα [[δέκα]] a un infractor <i>TAM</i> 5.485.12 (Lidia, biz.).<br /><b class="num">3</b> [[βούνευρον]] glos. a κίσσηρις Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:21, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 458] τό, Ochsenziemer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βούνευρον: τό, μάστιξ ἐκ δέρματος βοός, Ἀχμέτ Ὀνειρ. 17. 90.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 vergajo λέων καὶ ἄρκτος βουνεύρῳ περιτυχόντες Aesop.152.3.
2 vergajazo κὲ λάβι βούνευρα δέκα a un infractor TAM 5.485.12 (Lidia, biz.).
3 βούνευρον glos. a κίσσηρις Hsch.