3,277,649
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκρέμαμαι''': παθ., κρέμαμαι ἔκ τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἐξηρτημένος ἔκ τινος, Πλάτ. Ἴων 536Α. ΙΙ. ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, ἐξ ἐπιθυμιῶν ὁ αὐτ. Νόμ. 732Ε· τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Πλουτ. Μάρ. 12· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. 9. 411. | |lstext='''ἐκκρέμαμαι''': παθ., κρέμαμαι ἔκ τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἐξηρτημένος ἔκ τινος, Πλάτ. Ἴων 536Α. ΙΙ. ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, ἐξ ἐπιθυμιῶν ὁ αὐτ. Νόμ. 732Ε· τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Πλουτ. Μάρ. 12· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. 9. 411. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être suspendu ; <i>fig.</i> τινος à (un désir, une espérance), se rattacher à, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κρέμαμαι]]. | |||
}} | }} |