Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκκρέμαμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκρέμαμαι''': παθ., κρέμαμαι ἔκ τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἐξηρτημένος ἔκ τινος, Πλάτ. Ἴων 536Α. ΙΙ. ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, ἐξ ἐπιθυμιῶν ὁ αὐτ. Νόμ. 732Ε· τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Πλουτ. Μάρ. 12· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. 9. 411.
|lstext='''ἐκκρέμαμαι''': παθ., κρέμαμαι ἔκ τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἐξηρτημένος ἔκ τινος, Πλάτ. Ἴων 536Α. ΙΙ. ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, ἐξ ἐπιθυμιῶν ὁ αὐτ. Νόμ. 732Ε· τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Πλουτ. Μάρ. 12· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. 9. 411.
}}
{{bailly
|btext=être suspendu ; <i>fig.</i> τινος à (un désir, une espérance), se rattacher à, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κρέμαμαι]].
}}
}}