ὑποκλονέομαι: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκλονέομαι''': Παθ., κλονοῦμαι, ταράττομαι ὑπό τινος, ὑποκλονέεσθαι... Πηλείδη Ἀχιλῆϊ, ὑπὸ τοῦ Πηλ. Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 556. ΙΙ. κλονοῦμαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ πέσω, ἀμφὶ δὲ πάντῃ κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος Κόϊντ. Σμυρν. 14. 572.
|lstext='''ὑποκλονέομαι''': Παθ., κλονοῦμαι, ταράττομαι ὑπό τινος, ὑποκλονέεσθαι... Πηλείδη Ἀχιλῆϊ, ὑπὸ τοῦ Πηλ. Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 556. ΙΙ. κλονοῦμαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ πέσω, ἀμφὶ δὲ πάντῃ κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος Κόϊντ. Σμυρν. 14. 572.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />être pressé, poursuivi : τινι IL fuir devant qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλονέω]].
}}
}}