ὑποκλονέομαι

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλονέομαι Medium diacritics: ὑποκλονέομαι Low diacritics: υποκλονέομαι Capitals: ΥΠΟΚΛΟΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: hypoklonéomai Transliteration B: hypokloneomai Transliteration C: ypokloneomai Beta Code: u(poklone/omai

English (LSJ)

Pass.,
A to be driven in confusion before one, Ἀχιλῆϊ Il.21.556.
II to be shaken so as to fall, Q.S.14.572.

French (Bailly abrégé)

ὑποκλονοῦμαι;
être pressé, poursuivi : τινι IL fuir devant qqn.
Étymologie: ὑπό, κλονέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκλονέομαι: быть гонимым, убегать: ὑ. τινι Hom. бежать в смятении от кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλονέομαι: Παθ., κλονοῦμαι, ταράττομαι ὑπό τινος, ὑποκλονέεσθαι... Πηλείδη Ἀχιλῆϊ, ὑπὸ τοῦ Πηλ. Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 556. ΙΙ. κλονοῦμαι οὕτως ὥστε νὰ πέσω, ἀμφὶ δὲ πάντῃ κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος Κόϊντ. Σμυρν. 14. 572.

Greek Monotonic

ὑποκλονέομαι: Παθ., οδηγούμαι σε σύγχυση, ταράζομαι μπροστά σε κάποιον, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


Pass. to be driven in confusion before one, τινι Il.