λευκόροδον: Difference between revisions

23
(6_21)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόροδον''': τό, λευκὸν [[ῥόδον]], Γλωσσ.
|lstext='''λευκόροδον''': τό, λευκὸν [[ῥόδον]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόροδον]], τὸ (Α)<br />[[λευκό]] [[ρόδο]].
}}
}}