λευκόροδον
From LSJ
English (LSJ)
τό, the white rose, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 34] τό, die weiße Rose.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόροδον: τό, λευκὸν ῥόδον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
λευκόροδον, τὸ (Α)
λευκό ρόδο.
Full diacritics: λευκόροδον | Medium diacritics: λευκόροδον | Low diacritics: λευκόροδον | Capitals: ΛΕΥΚΟΡΟΔΟΝ |
Transliteration A: leukórodon | Transliteration B: leukorodon | Transliteration C: lefkorodon | Beta Code: leuko/rodon |
τό, the white rose, Glossaria.
[Seite 34] τό, die weiße Rose.
λευκόροδον: τό, λευκὸν ῥόδον, Γλωσσ.
λευκόροδον, τὸ (Α)
λευκό ρόδο.