ξιφοδήλητος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῐφοδήλητος''': τον, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, ξ. [[θάνατος]], ὁ διὰ ξίφους [[θάνατος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, ἀγῶνες Χο. 729.
|lstext='''ξῐφοδήλητος''': τον, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, ξ. [[θάνατος]], ὁ διὰ ξίφους [[θάνατος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, ἀγῶνες Χο. 729.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr par l’épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[δηλέω]].
}}
}}