Anonymous

ξιφοδήλητος: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr par l’épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[δηλέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr par l’épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[δηλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξιφοδήλητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[ξίφος]], που γίνεται με [[ξίφος]] («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από [[ξίφος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δήλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δηλοῦμαι</i> «[[πληγώνω]], [[προξενώ]] [[βλάβη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>δήλητος</i>, <i>κεντρο</i>-<i>δήλητος</i>].
}}
}}