ταγεύω: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=commander, diriger, conduire ; <i>Pass.</i> avoir pour commandant, pour chef;<br /><i><b>Moy.</b></i> ταγεύομαι se désigner comme commandant, comme chef.<br />'''Étymologie:''' [[ταγός]].
|btext=commander, diriger, conduire ; <i>Pass.</i> avoir pour commandant, pour chef;<br /><i><b>Moy.</b></i> ταγεύομαι se désigner comme commandant, comme chef.<br />'''Étymologie:''' [[ταγός]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ταγός]]<br /><b>1.</b> (στη [[Θεσσαλία]]) [[είμαι]] [[ταγός]], [[ασκώ]] [[δημόσιο]] [[αξίωμα]] («[[ἐπεί]] γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη [[πόλις]] δυνατὴ ἢν παρέχειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αρχηγός]] φρατρίας<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ταγεύομαι</i><br />[[διατάζω]] στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι [[τάχος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] ενωμένος [[μαζί]] με άλλους υπὸ την [[εξουσία]] ενός ταγού.
}}
}}