μυρίκη: Difference between revisions

1,162 bytes added ,  29 September 2017
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />tamaris, <i>arbuste, en gén.</i> bruyère, <i>arbrisseau croissant dans des landes</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ης (ἡ) :<br />tamaris, <i>arbuste, en gén.</i> bruyère, <i>arbrisseau croissant dans des landes</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{grml
|mltxt=και μυρικιά, η (ΑΜ [[μυρίκη]], Μ και [[μυρίχη]])<br />[[θάμνος]] [[ρητινοφόρος]], [[τύπος]] της οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις τόπους και [[κοντά]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από την Εβραϊκή (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>m</i><i>ā</i><i>rar</i> «[[είμαι]] [[πικρός]]») και η [[σύνδεση]] της με [[μυρσίνη]], [[μύρτος]] και [[μύρρα]] θεωρούνται αβάσιμες. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, που εντάχθηκε στην Ελληνική με την [[κατάληξη]] -<i>ίκη</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἑλίκη]], [[ἀδίκη]]) [[κατά]] τον τύπο του λατ. <i>tamarix</i> «[[μυρίκη]]». Η Λατινική δανείστηκε τη λ. με τη [[μορφή]] <i>myrice</i>].
}}
}}