3,274,917
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠρίκη''': ἡ, Λατ. myrīca, [[θάμνος]] τις [[κυρίως]] ἀκμάζων ἐν ἑλώδεσι τόποις καὶ πλησίον τῆς θαλάσσης, κοινῶς «μυστικιὰ» καὶ «ἁρμυρίκη», θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Ἰλ. Κ. 466 μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους [[αὐτόθι]] 467· [[δόρυ]] μὲν λίπεν [[αὐτοῦ]] ἐπ’ ὄχθῃ κεκλιμένον μυρίκῃσι, προσερηρεισμένον ταῖς μυρίκαις, Φ. 18, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 81. [[ἀλλά]], πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Ἰλ. Φ. 350· καὶ ἡ [[ποσότης]] αὕτη ἰσχύει παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς καὶ ἐν τῇ Λατ.· ἐκ μυρίκης πεποιημένη [[θύρη]] Ἡρόδ. 2. 96· - [[ἐντεῦθεν]], μῠρῐκαῖος [[Ἀπόλλων]] Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μυρίκη]]· [[εἶδος]] δένδρου, ὀνομασθὲν ἀπὸ τοῦ μύρεσθαι τὴν εἰς αὐτὸ μεταβαλοῦσαν κατὰ τοὺς μύθους, τὴν Κινύρου θυγατέρα»· [[προσέτι]], «[[μυρίκη]]· [[δυσώδης]]» ὁ αὐτ. | |lstext='''μῠρίκη''': ἡ, Λατ. myrīca, [[θάμνος]] τις [[κυρίως]] ἀκμάζων ἐν ἑλώδεσι τόποις καὶ πλησίον τῆς θαλάσσης, κοινῶς «μυστικιὰ» καὶ «ἁρμυρίκη», θῆκεν ἀνὰ μυρίκην [ῐ] Ἰλ. Κ. 466 μυρίκης ἐριθηλέας ὄζους [[αὐτόθι]] 467· [[δόρυ]] μὲν λίπεν [[αὐτοῦ]] ἐπ’ ὄχθῃ κεκλιμένον μυρίκῃσι, προσερηρεισμένον ταῖς μυρίκαις, Φ. 18, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 81. [[ἀλλά]], πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι Ἰλ. Φ. 350· καὶ ἡ [[ποσότης]] αὕτη ἰσχύει παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς καὶ ἐν τῇ Λατ.· ἐκ μυρίκης πεποιημένη [[θύρη]] Ἡρόδ. 2. 96· - [[ἐντεῦθεν]], μῠρῐκαῖος [[Ἀπόλλων]] Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μυρίκη]]· [[εἶδος]] δένδρου, ὀνομασθὲν ἀπὸ τοῦ μύρεσθαι τὴν εἰς αὐτὸ μεταβαλοῦσαν κατὰ τοὺς μύθους, τὴν Κινύρου θυγατέρα»· [[προσέτι]], «[[μυρίκη]]· [[δυσώδης]]» ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />tamaris, <i>arbuste, en gén.</i> bruyère, <i>arbrisseau croissant dans des landes</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |