συνδυάζω: Difference between revisions

39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>Pass. ao.</i> συνεδυάσθην, <i>pf.</i> συνδεδύασμαι;<br />unir deux à deux, accoupler ; <i>Pass.</i> être pris deux par deux ; <i>en parl. d’union</i> s’accoupler, s’unir.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάς]].
|btext=<i>Pass. ao.</i> συνεδυάσθην, <i>pf.</i> συνδεδύασμαι;<br />unir deux à deux, accoupler ; <i>Pass.</i> être pris deux par deux ; <i>en parl. d’union</i> s’accoupler, s’unir.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάς]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ενώνω]] ανά δύο, [[βάζω]] δύο πράγματα [[κατά]] ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν [[μετά]] του ωφελίμου», παροιμ. φρ.-β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διευθετώ]] [[κατάλληλα]] ή [[κάνω]] [[κάτι]] αρμονικό με [[κάτι]] [[άλλο]], [[συνταιριάζω]] («[[συνδυάζω]] τα χρώματα»)<br /><b>2.</b> [[παραβάλλω]] γεγονότα ή καταστάσεις [[μεταξύ]] τους, με σκοπό την [[εξεύρεση]] τών σχέσεων που [[πιθανώς]] υπάρχουν [[μεταξύ]] τους ή για [[συναγωγή]] συμπεράσματος, [[συσχετίζω]], [[αλληλεξαρτώ]] («η [[αστυνομία]] συνδύασε τα γεγονότα προκειμένου να βρει τον δράστη του εγκλήματος»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνδυάζομαι</i><br />(παλαιότερα) [[συμμετέχω]] σε εκλογικό συνδυασμό, [[συνεργάζομαι]] με άλλους σε εκλογικό αγώνα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συνδυασμένη [[καταπολέμηση]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> [[εφαρμογή]] όλων τών μεθόδων καταπολέμησης τών παρασίτων τών καλλιεργειών με τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί η [[προστασία]] της παραγωγής, αλλ. ολοκληρωμένη [[καταπολέμηση]]<br />β) «συνδυασμένες επιχειρήσεις»<br /><b>στρ.</b> i) πολεμική [[ενέργεια]] που αναλαμβάνεται από κοινού από δύο ή περισσότερα κράτη<br />ii) πολεμική [[ενέργεια]] που αναλαμβάνεται από κοινού από χερσαίες, ναυτικές ή αεροπορικές δυνάμεις<br />γ) «συνδυασμένη [[εκγύμναση]]»<br /><b>στρ.</b> ασκήσεις που γίνονται από δύο ή περισσότερους κλάδους τών ενόπλων δυνάμεων, όπως πεζικό, [[πυροβολικό]], [[μηχανικό]], τεθωρακισμένα, [[αεροπορία]]<br /><b>μσν.</b><br />(ως νομ. όρος) (με δοτ.) [[συμφωνώ]] ή [[συνεννοούμαι]] με κάποιον προκειμένου να βλάψουμε από κοινού έναν τρίτο, [[συνωμοτώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> ενώνομαι με κάποιον («βουλομένων... συνδυάζειν ποτὲ μὲν Γαλάταις, ποτὲ δὲ... Θρᾳξίν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμμαχώ]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[δυάζω]], -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δυάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δύο</i>)].
}}
}}