Anonymous

συνδυάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδυάζω''': μέλλ. -άσω. ― Παθ., ἀόρ. -εδυάσθην Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 38· συνδεδύασμαι [[αὐτόθι]] 1. 21, 7. Συνάπτω δύο [[ὁμοῦ]], [[συνδέω]] ἀνὰ δύο [[ὁμοῦ]], ζευγαρώνω, [[συζεύγνυμι]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 3, 11· τι [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 6. 7, 2, πρβλ. 6. 1, 1, κτλ.· ― Παθ., λαμβάνομαι ἀνὰ δύο, κατὰ δυάδας, ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 15, 32, [[Πολυδ]]. Δ΄, 15, 16· συνάπτομαι μετ’ ἄλλου προσώπου ἢ πράγματος, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 3. 3· ἀπολ., συνάπτομαι μετά τινος ἄλλου, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 15, 32. 2) ἐν τῷ παθ., [[συχνάκις]] ἐπὶ γάμου ἢ [[ἁπλῶς]] ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συζεύγνυμαι, ζευγαρώνομαι, συνουσιάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 1. 2, 2, κτλ.· ― σ. τῷ τυχόντι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 7. 10, 1· [[μάλιστα]] ἐπὶ ζῴων, Ξεν. Κυν. 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ 5. 1, 9, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] δοτ., συνδυασθέντες ἄρρην θηλείᾳ καὶ θήλεια ἄρρενι Πλάτ. Νόμ. 840D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 13, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., [[συνάπτω]] ἐμαυτὸν μετά τινος, συζεύγνυμαι μετά τινος, τινι Πολύβ. 4. 38, 6, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 9. 254· ἀπολ., συνδυάζομαι, συνενοῦμαι, Πολύβ. 30. 5, 8. ΙΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος, συνδυάζεσθαί τινι, συνωμοτεῖν μετά τινος, Βυζ.· πρβλ. [[συνδυασμός]] ΙΙ.
|lstext='''συνδυάζω''': μέλλ. -άσω. ― Παθ., ἀόρ. -εδυάσθην Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 38· συνδεδύασμαι [[αὐτόθι]] 1. 21, 7. Συνάπτω δύο [[ὁμοῦ]], [[συνδέω]] ἀνὰ δύο [[ὁμοῦ]], ζευγαρώνω, [[συζεύγνυμι]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 3, 11· τι [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 6. 7, 2, πρβλ. 6. 1, 1, κτλ.· ― Παθ., λαμβάνομαι ἀνὰ δύο, κατὰ δυάδας, ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 15, 32, [[Πολυδ]]. Δ΄, 15, 16· συνάπτομαι μετ’ ἄλλου προσώπου ἢ πράγματος, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 3. 3· ἀπολ., συνάπτομαι μετά τινος ἄλλου, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 15, 32. 2) ἐν τῷ παθ., [[συχνάκις]] ἐπὶ γάμου ἢ [[ἁπλῶς]] ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συζεύγνυμαι, ζευγαρώνομαι, συνουσιάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 1. 2, 2, κτλ.· ― σ. τῷ τυχόντι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Εὐδ. 7. 10, 1· [[μάλιστα]] ἐπὶ ζῴων, Ξεν. Κυν. 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ 5. 1, 9, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] δοτ., συνδυασθέντες ἄρρην θηλείᾳ καὶ θήλεια ἄρρενι Πλάτ. Νόμ. 840D, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 13, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., [[συνάπτω]] ἐμαυτὸν μετά τινος, συζεύγνυμαι μετά τινος, τινι Πολύβ. 4. 38, 6, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 9. 254· ἀπολ., συνδυάζομαι, συνενοῦμαι, Πολύβ. 30. 5, 8. ΙΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος, συνδυάζεσθαί τινι, συνωμοτεῖν μετά τινος, Βυζ.· πρβλ. [[συνδυασμός]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>Pass. ao.</i> συνεδυάσθην, <i>pf.</i> συνδεδύασμαι;<br />unir deux à deux, accoupler ; <i>Pass.</i> être pris deux par deux ; <i>en parl. d’union</i> s’accoupler, s’unir.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάς]].
}}
}}