ζωμός: Difference between revisions

1,945 bytes added ,  29 September 2017
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jus, sauce : ζωμὸς [[μέλας]] brouet <i>ou</i> sauce noire des Lacédémoniens.<br />'''Étymologie:''' [[ζέω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jus, sauce : ζωμὸς [[μέλας]] brouet <i>ou</i> sauce noire des Lacédémoniens.<br />'''Étymologie:''' [[ζέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ζωμός]], Α και δωρ. τ. [[δωμός]])<br />το [[εκχύλισμα]] ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. [[μαζί]] με [[νερό]] («[[ζωμός]] κρέατος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αιματοχυσία]] («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (σκωπτικά) [[ευτραφής]], [[χοντρός]] («[[λιπαρός]]... Δημοκλῆς, ζωμὸς κατωνόμασται», Αναξανδρ.)<br /><b>3.</b> (στην [[αλχημεία]]) [[απόπλυμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μέλας]] [[ζωμός]]»<br />(στην αρχαία [[Σπάρτη]]) ο [[ζωμός]] που παρασκευαζόταν από [[χοιρινό]] [[κρέας]] και [[αίμα]] και τον οποίο έτρωγαν στα κοινά συσσίτια οι ενήλικοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η [[σύνδεση]] του με το [[ζύμη]] προϋποθέτει [[μετάπτωση]] <i>ō</i>:<i>ū</i>, που δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ζωμάριον]], [[ζωμεύω]], [[ζωμίδιον]], [[ζωμίλη]], [[ζωμίον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ζωμάλμη]], [[ζωμήρυσις]], [[ζωμοποιώ]], [[ζωμοτάριχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζωμοδόχος]], [[ζωμοθεραπεία]]. (Β' συνθετικό) [[εύζωμος]], <b>αρχ.</b> <i>αφαρόζωμος</i>, [[οξύζωμος]], [[πεπερόζωμος]]].
}}
}}