κένωμα: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />évacuation, purgation.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />évacuation, purgation.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κένωμα]]) [[κενώ]]<br /><b>1.</b> η [[κένωση]], το [[άδειασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[κενός]] [[χώρος]], το [[κενό]] [[διάστημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[άδειασμα]] του μαγειρεμένου φαγητού από τη [[χύτρα]] στα πιάτα, το [[σερβίρισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άδειο [[αγγείο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[κένωση]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κενώματα</i><br />αυτά που προκαλούν [[κένωση]].
}}
}}