Anonymous

κένωμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κένωμα''': τό, κενὸν [[διάστημα]], Λατ. intervallum, Ἐρασίστρ. παρὰ Γελλ. 16. 3, Πολύβ. 6. 31, 9, Πλούτ., κτλ. ΙΙ. Ἰατρ., [[κένωσις]], Πλούτ. 2. 381C, Διοσκ. 5. 19.
|lstext='''κένωμα''': τό, κενὸν [[διάστημα]], Λατ. intervallum, Ἐρασίστρ. παρὰ Γελλ. 16. 3, Πολύβ. 6. 31, 9, Πλούτ., κτλ. ΙΙ. Ἰατρ., [[κένωσις]], Πλούτ. 2. 381C, Διοσκ. 5. 19.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />évacuation, purgation.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
}}