κλαρία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411
(Bailly1_3)
(20)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[κληρίον]].
|btext=v. [[κληρίον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαρία]] ή, δ. γρφ., [[κλάρια]], τὰ (Α) [[κλάρος]]<br />γραπτές ομολογίες χρέους, χρεωστικά έγγραφα, χρεώγραφα («τὰ παρὰ τῶν χρεωστῶν γραμματεῑα... ἅ [[κλαρία]] καλοῡσι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κλαρία: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κληρία, τά, συγγραφὴ χρεωστική, «ὁμόλογον», Πλουτ. Ἆγις 13.

French (Bailly abrégé)

v. κληρίον.

Greek Monolingual

κλαρία ή, δ. γρφ., κλάρια, τὰ (Α) κλάρος
γραπτές ομολογίες χρέους, χρεωστικά έγγραφα, χρεώγραφα («τὰ παρὰ τῶν χρεωστῶν γραμματεῑα... ἅ κλαρία καλοῡσι», Πλούτ.).