διαμιγνύω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(Bailly1_2)
 
(big3_11)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=entremêler.<br />'''Étymologie:''' cf. [[διαμίγνυμι]].
|btext=entremêler.<br />'''Étymologie:''' cf. [[διαμίγνυμι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -νυμι Gal.14.471<br />[[mezclar]] τοὺς ... νόμους ἐν ἔπεσι Plu.2.1132e, αὐτοῖς διαμίγνυθι ῥητίνην πιτυίνην Gal.l.c., ἕκαστον δὲ τῶν εἰρημένων ἀλεύρων Gal.13.584, cf. 14.423, 489, en v. pas. διαμιχθέντα δὲ ταῦτα Them.<i>Or</i>.22.270d, cf. Gal.14.426.
}}
}}

Revision as of 12:04, 21 August 2017

French (Bailly abrégé)

entremêler.
Étymologie: cf. διαμίγνυμι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -νυμι Gal.14.471
mezclar τοὺς ... νόμους ἐν ἔπεσι Plu.2.1132e, αὐτοῖς διαμίγνυθι ῥητίνην πιτυίνην Gal.l.c., ἕκαστον δὲ τῶν εἰρημένων ἀλεύρων Gal.13.584, cf. 14.423, 489, en v. pas. διαμιχθέντα δὲ ταῦτα Them.Or.22.270d, cf. Gal.14.426.