ὑλουργός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui travaille le bois.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br />qui travaille le bois.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ὑληουργός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται ξύλα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑλουργός]] και [[ὑληουργός]]<br />[[ξυλουργός]] ή [[υλοτόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A working wood, δρέπανα D.H. 3.73. II Subst. ὑλουργός, ὁ, carpenter or woodman, E.HF241, J.AJ8.2.6.
German (Pape)
[Seite 1177] Holz bearbeitend, ὁ ὑλ., der Zimmermann; Eur. Herc. Fur. 241; Poll. 7, 101; auch δρέπανα, D. Hal. 3, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλουργός: -όν, ὑλουργικός, ξυλουργικός, δρέπανα Διον. Ἁλ. 3. 73· ὡς οὐσιαστ. ὑλουργός, ὁ, ξυλουργός, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 241, Ἰωσήπ. Ἰουσ. Ἀρχ. 8. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille le bois.
Étymologie: ὕλη, ἔργον.
Greek Monolingual
και ὑληουργός, -όν, Α
1. αυτός που κατεργάζεται ξύλα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑλουργός και ὑληουργός
ξυλουργός ή υλοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ουργός (< ἔργον)].