Anonymous

ὑλουργός: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑληουργός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται ξύλα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑλουργός]] και [[ὑληουργός]]<br />[[ξυλουργός]] ή [[υλοτόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
|mltxt=και [[ὑληουργός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται ξύλα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑλουργός]] και [[ὑληουργός]]<br />[[ξυλουργός]] ή [[υλοτόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑλουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[ξυλουργικός]]· ως ουσ. [[ὑλουργός]], ὁ, [[μαραγκός]] ή [[ξυλουργός]], σε Ευρ.
}}
}}