δύσθρους: Difference between revisions

10
(Bailly1_2)
 
(10)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>c.</i> [[δύσθροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>c.</i> [[δύσθροος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δύσθρους]], -ουν και [[δύσθροος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί άσχημα ή δυσάρεστα.
}}
}}