Anonymous

δύσθρους: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(10)
(1ab)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσθρους]], -ουν και [[δύσθροος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί άσχημα ή δυσάρεστα.
|mltxt=[[δύσθρους]], -ουν και [[δύσθροος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί άσχημα ή δυσάρεστα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-θρους, ουν<br />ill-[[sounding]], Aesch. to be [[dispirited]], to [[despond]], Hhymn.
}}
}}