3,274,162
edits
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />capable de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδέχομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />capable de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδέχομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδεκτικός]], -ή, -όν) [[επιδέχομαι]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κάτι]], που μπορεί να δεχθεί [[κάτι]] («[[επιδεκτικός]] μαθήσεως», «[[επιδεκτικός]] θεραπείας, διορθώσεως» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να έχει [[κάτι]] («[[οὔτε]] γὰρ ἡ τῆς χώρας [[φύσις]] [[πόλεων]] ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] με τον οποίο ασκείται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («[[γύμνασμα]] ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»). | |||
}} | }} |