3,273,857
edits
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδεκτικός]], -ή, -όν) [[επιδέχομαι]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κάτι]], που μπορεί να δεχθεί [[κάτι]] («[[επιδεκτικός]] μαθήσεως», «[[επιδεκτικός]] θεραπείας, διορθώσεως» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να έχει [[κάτι]] («[[οὔτε]] γὰρ ἡ τῆς χώρας [[φύσις]] [[πόλεων]] ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] με τον οποίο ασκείται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («[[γύμνασμα]] ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»). | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιδεκτικός]], -ή, -όν) [[επιδέχομαι]]<br />αυτός που επιδέχεται [[κάτι]], που μπορεί να δεχθεί [[κάτι]] («[[επιδεκτικός]] μαθήσεως», «[[επιδεκτικός]] θεραπείας, διορθώσεως» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να έχει [[κάτι]] («[[οὔτε]] γὰρ ἡ τῆς χώρας [[φύσις]] [[πόλεων]] ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] με τον οποίο ασκείται [[κάποιος]] σε [[κάτι]] («[[γύμνασμα]] ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδεκτικός:''' досл. вмещающий, перен. (к чему-л.) восприимчивый или способный (κάλλους Plut.): τὸ ἐπιδεκτικὸν τοῦ [[γενέσθαι]] Plut. то, что может произойти, возможное. | |||
}} | }} |