εὐφρόσυνος: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> joyeux;<br /><b>2</b> qui réjouit.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφρων]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> joyeux;<br /><b>2</b> qui réjouit.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφρων]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐφρόσυνος]], -η, -ον και -ος, -ον)<br />αυτός που ευφραίνει, που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], [[αγαλλίαση]] («[[βασιλεία]]... [[χαρμόσυνος]], [[εὐφρόσυνος]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φαιδρός]], [[χαρούμενος]] («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐφρόσυνον</i><br />([[κατά]] τον Πλίν.) το [[βούγλωσσον]], [[φυτό]] που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το [[κρασί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφροσύνως</i> (Α εὐφροσύνως)<br />με [[χαρά]], με [[αγαλλίαση]], εύθυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>φροσύνη</i>, [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]].
}}
}}