3,277,206
edits
(15) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐφρόσυνος]], -η, -ον και -ος, -ον)<br />αυτός που ευφραίνει, που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], [[αγαλλίαση]] («[[βασιλεία]]... [[χαρμόσυνος]], [[εὐφρόσυνος]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φαιδρός]], [[χαρούμενος]] («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐφρόσυνον</i><br />([[κατά]] τον Πλίν.) το [[βούγλωσσον]], [[φυτό]] που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το [[κρασί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφροσύνως</i> (Α εὐφροσύνως)<br />με [[χαρά]], με [[αγαλλίαση]], εύθυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>φροσύνη</i>, [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐφρόσυνος]], -η, -ον και -ος, -ον)<br />αυτός που ευφραίνει, που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], [[αγαλλίαση]] («[[βασιλεία]]... [[χαρμόσυνος]], [[εὐφρόσυνος]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φαιδρός]], [[χαρούμενος]] («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐφρόσυνον</i><br />([[κατά]] τον Πλίν.) το [[βούγλωσσον]], [[φυτό]] που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το [[κρασί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφροσύνως</i> (Α εὐφροσύνως)<br />με [[χαρά]], με [[αγαλλίαση]], εύθυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>φροσύνη</i>, [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐφρόσῠνος:''' -η, -ον, επίσης -ος, -ον, ποιητ. αντί [[εὔφρων]]· επίρρ. <i>-νως</i>, εύθυμα, κεφάτα, με [[κέφι]], σε Θέογν. | |||
}} | }} |