ἐφώριος: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />opportun.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὥρα]].
|btext=ος, ον :<br />opportun.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὥρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφώριος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὥριος]] ποιητ. τ. του [[ὡραῖος]] «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>)].
}}
}}