3,258,247
edits
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐφώριος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὥριος]] ποιητ. τ. του [[ὡραῖος]] «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>)]. | |mltxt=[[ἐφώριος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὥριος]] ποιητ. τ. του [[ὡραῖος]] «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐφώριος:''' -ον ([[ὥρα]]), ώριμος, σε Ανθ. | |||
}} | }} |