καταπιστεύω: Difference between revisions

19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=se confier, être confiant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πιστεύω]].
|btext=se confier, être confiant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πιστεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπιστεύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[πιστεύω]] πολύ, έχω [[τυφλή]] [[πίστη]] σε κάποιον, έχω [[πεποίθηση]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[καταπιστεύω]] ταῑς ἰδίαις δυνάμεσι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμπιστεύομαι]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» — μέ εμπιστεύεται [[κάποιος]], [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] εμπιστοσύνης από κάποιον («ταῑς Μούσαις καταπεπιστευμένος» — που τον έχουν εμπιστευθεί οι Μούσες, Φάλαρ.)<br />β) «καταπιστεύομαι τι» — μού εμπιστεύεται [[κάποιος]] [[κάτι]] («καταπιστευθεὶς τὰ της πόλεως χρήματα», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πιστεύω]] «[[εμπιστεύομαι]]»].
}}
}}