3,240,908
edits
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπιστεύω''': [[πιστεύω]] πολύ, [[παρέχω]] τυφλὴν πίστιν, ἔχω πεποίθησιν, [[ἄνευ]] πτώσεως, πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Πλουτ. Λύσ. 8· τινί, εἴς τινα, Πολύβ. 2.3, 3. ΙΙ. ἐμπιστεύομαι, τινί τι, Ζώσιμ. 1, 5 καὶ 36., 3, 2.- Παθ., μὲ ἐμπιστεύεταί τις, Φάλαρ. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]], μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐμπιστεύεταί τι εἰς ἐμέ, καταπιστευθεὶς τὰ τῆς πόλεως χρήματα· τὴν καταπεπιστευμένην αὐτῷ διακονίαν Φωτ. Ἐπ. 178, Βιβλ. 497, 6. | |lstext='''καταπιστεύω''': [[πιστεύω]] πολύ, [[παρέχω]] τυφλὴν πίστιν, ἔχω πεποίθησιν, [[ἄνευ]] πτώσεως, πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Πλουτ. Λύσ. 8· τινί, εἴς τινα, Πολύβ. 2.3, 3. ΙΙ. ἐμπιστεύομαι, τινί τι, Ζώσιμ. 1, 5 καὶ 36., 3, 2.- Παθ., μὲ ἐμπιστεύεταί τις, Φάλαρ. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]], μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐμπιστεύεταί τι εἰς ἐμέ, καταπιστευθεὶς τὰ τῆς πόλεως χρήματα· τὴν καταπεπιστευμένην αὐτῷ διακονίαν Φωτ. Ἐπ. 178, Βιβλ. 497, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se confier, être confiant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πιστεύω]]. | |||
}} | }} |