κατεγγύη: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />cautionnement, caution.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγύη]].
|btext=ης (ἡ) :<br />cautionnement, caution.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγύη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατεγγύη]], ἡ (Α)<br />[[εγγύηση]], [[εγγυοδοσία]], και ειδ. η [[εγγύηση]] που, [[κατά]] το αττ. [[δίκαιο]], ήταν υποχρεωμένος ο [[κατηγορούμενος]] να δώσει, για να [[είναι]] εξασφαλισμένη η [[πολιτεία]] ότι αυτός θα πλήρωνε το [[πρόστιμο]], αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῑν ἐκ τοῡ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγύη]] «[[εγγύηση]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] όμως υποχωρητικά <span style="color: red;"><</span> <i>κατεγγυῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[εγγύη]])].
}}
}}